Συνολικά, περισσότερα από 400 είδη έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα συμπεριλαμβανομένων πολλών σπάνιων, προστατευόμενων, καθώς και νέων ειδών που ονομάζονται και περιγράφονται για πρώτη φορά στον κόσμο
Της Κατερίνας Μυλωνά
Τα θαλάσσια σπήλαια αποτελούν χαρακτηριστικά ενδιαιτήματα των ελληνικών βραχωδών ακτών. Μέχρι σήμερα, στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί περίπου 1000 θαλάσσια σπήλαια, είτε ημιβυθισμένα είτε εξ ολοκλήρου βυθισμένα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Αποτελούν ευαίσθητα οικοσυστήματα και προστατεύονται από την Ευρωπαϊκή νομοθεσία, καθώς φιλοξενούν πλούσια βιοποικιλότητα που περιλαμβάνει σπάνια είδη και ζωντανά απολιθώματα. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια υπάρχουν ενδείξεις ότι απειλούνται τόσο από την κλιματική αλλαγή όσο και την όχληση που προκαλείται από τον ανεξέλεγκτο θαλάσσιο τουρισμό, τη ρύπανση και την εξάπλωση ξενικών ειδών.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 10 ετών, οι έρευνες του Δρ. Β. Γεροβασιλείου και των συνεργατών του από το ΕΛΚΕΘΕ και άλλους ερευνητικούς/ακαδημαϊκούς φορείς της Ελλάδας και του εξωτερικού, έχουν φέρει στο φως μια πλούσια και μοναδική βιοποικιλότητα. Συνολικά, περισσότερα από 400 είδη έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα σε θαλάσσια σπήλαια της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων πολλών σπάνιων, προστατευόμενων, καθώς και νέων ειδών που ονομάζονται και περιγράφονται για πρώτη φορά στον κόσμο.
Σε πρόσφατη έρευνα του Δρ. Β. Γεροβασιλείου σε συνεργασία με τον Δρ. Α. Pisera από το Ινστιτούτο Παλαιοβιολογίας της Πολωνικής Ακαδημίας Ερευνών, σε ρηχά και ημιβυθισμένα θαλάσσια σπήλαια της Κρήτης και άλλων νησιών του Αιγαίου, καταγράφηκαν για πρώτη φορά ιδιαίτερα είδη σπόγγων που ήταν γνωστά από μεμονωμένα σπήλαια της Δυτικής Μεσογείου. Πρόκειται για “λιθόσπογγους”, δηλαδή σπόγγους σκληρούς σαν πέτρα, που αναπτύσσονται κυρίως σε μεγάλα βάθη και σε σκοτεινά σπήλαια εύκρατων και τροπικών θαλασσών.
Κοινό γνώρισμα των σπηλαίων όπου βρέθηκαν τα συγκεκριμένα είδη σπόγγων ήταν η ύπαρξη εσωτερικών πηγών γλυκού νερού. Πρόκειται για μια παρατήρηση που καταγράφεται για πρώτη φορά παγκοσμίως. Η παρουσία των λιθόσπογγων σε σημεία εισροής γλυκού νερού σχετίζεται με τις υψηλές συγκεντρώσεις πυριτίου (8-11 φορές μεγαλύτερες σε σύγκριση με το εξωτερικό περιβάλλον και αντίστοιχες με αυτές στη βαθιά θάλασσα) που ευνοούν την κατασκευή του σκληρού τους σκελετού.
Μάλιστα σε ένα από τα σπήλαια που μελετήθηκαν στη Νότια Κρήτη, οι λιθόσπογγοι σχημάτιζαν δομές πλάτους έως 1 m που πιθανολογείται ότι φτάνουν τα 769-909 έτη με βάση τον ρυθμό αύξησης συγγενικών ειδών. Πολλά άλλα είδη ασπόνδυλων, όπως γαστερόποδα και εχινόδερμα, έβρισκαν καταφύγιο ανάμεσα στις πτυχώσεις των σκληρών επιφανειών των σπόγγων, αναδεικνύοντας τον λειτουργικό τους ρόλο ως “μηχανικών οικοσυστήματος”, που αυξάνουν τη δομική πολυπλοκότητα στο σκοτεινό εσωτερικό των σπηλαίων.
Εκτιμάται ότι οι λιθόσπογγοι εποίκησαν τα σπήλαια αυτά από βαθύτερες περιοχές που απέχουν λίγα μόλις χιλιόμετρα. Όπως εξηγεί στο Cretalive ο Δρ. Β. Γεροβασιλείου, η ανάπτυξή τους στο σκοτεινό εσωτερικό των σπηλαίων, όπου επικρατούν συνθήκες σκοτεινότητας παρόμοιες με αυτές της βαθιάς θάλασσας, σε συνδυασμό με την τοπικά μεγάλη συγκέντρωση πυριτίου εξαιτίας των πηγών γλυκού νερού, επιτρέπουν την ανάπτυξη προνυμφών που προέρχονται από γειτονικές βαθύτερες περιοχές. Ωστόσο, το περιστατικό αυτό πρέπει να συνέβη μετά την τελευταία παγετώδη περίοδο (πριν από 7000-3000 χρόνια), καθώς παλαιότερα τα συγκεκριμένα σπήλαια βρίσκονταν επάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Το γεγονός αυτό καθιστά τα σπήλαια “φυσικά εργαστήρια”, άμεσα προσβάσιμα με αυτόνομη κατάδυση, για τη μελέτη των οικοσυστημάτων της βαθιάς θάλασσας. Η ύπαρξη αυτών των μοναδικών βαθύβιων ειδών, με μεγάλη διάρκεια ζωής και χαμηλούς ρυθμούς επανάκαμψης, σε βάθος λίγων μόνο μέτρων, αναδεικνύει τη μεγάλη αξία του ανεξερεύνητου βιόκοσμου των θαλάσσιων σπηλαίων, καθώς και την αναγκαιότητα συστηματικής παρακολούθησης και προστασίας.
Η έρευνα των Δρ. Β. Γεροβασιλείου και Δρ. Α. Pisera έγινε πρόσφατα δεκτή για δημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό Frontiers in Marine Science.
https://www.frontiersin.org/articles/10.3389/fmars.2021.630900/abstract
Ο Δρ. Βασίλης Γεροβασιλείου είναι συνεργαζόμενος ερευνητής στο Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας και Υδατοκαλλιεργειών του ΕΛΚΕΘΕ, απόφοιτος του Τμήματος Ωκεανογραφίας και Θαλασσίων Βιοεπιστημών του Πανεπιστημίου Αιγαίου, με διδακτορικό από το Τμήμα Βιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Πρόσφατα εκλέχτηκε Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Περιβάλλοντος του Ιονίου Πανεπιστημίου (υπό διορισμό).